συλλογίζεται

συλλογίζεται
συλλογίζομαι
compute
pres ind mp 3rd sg
συλλογίζομαι
compute
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδιαλόγιστος — η, ο (ΑΜ ἀδιαλόγιστος, ον) [διαλογίζομαι] αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, ασύνετος, απερίσκεπτος, ανόητος νεοελλ. 1. αιφνίδιος, ξαφνικός, απρόοπτος 2. ανυπολόγιστος, πολύς, μεγάλος …   Dictionary of Greek

  • αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • καλοθυμούμαι — και καλοθυμάμαι (Μ καλοθυμοῡμαι) θυμάμαι καλά, ξεκάθαρα νεοελλ. θυμάμαι και αναπολώ με ευχαρίστηση ή συγκίνηση («όντως σέ συλλογίζεται και σέ καλοθυμάται», δημ. τραγ.) …   Dictionary of Greek

  • σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • συλλογίζομαι — και συλλογιέμαι συλλογίστηκα, συλλογισμένος 1. σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου: Κάθεται και συλλογίζεται τα περασμένα. 2. λαμβάνω υπόψη μου, λογαριάζω: Δε με συλλογίστηκε καθόλου. 3. μτχ. πρκ., συλλογισμένος σκεφτικός: Κάθεται συλλογισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”